πλουσιόχειρ

πλουσιόχειρ
πλουσιό-χειρ, χειρος, , ,
A open-handed, Hsch. s.v. ὀμπνιόχειρ.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πλουσιόχειρ — ειρος, ὁ, ἡ, Α 1. γενναιόδωρος, πλουσιοπάροχος, ανοιχτοχέρης 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὀμπνειόχειρ». [ΕΤΥΜΟΛ. < πλούσιος + χειρ (< χείρ, χειρός), πρβλ. μονό χειρ, ομπνιό χειρ] …   Dictionary of Greek

  • ομπνιόχειρ — ὀμπνιόχειρ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «πλουσιόχειρ, πλούσιος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμπνιος «μεγάλος, πλούσιος» + χειρ (< χείρ, ός), πρβλ. μονό χειρ, πλουσιό χειρ] …   Dictionary of Greek

  • χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”